φιλοτέχνως

φιλοτέχνως
φιλότεχνος
fond of
adverbial
φιλότεχνος
fond of
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φιλοτέχνως — ΝΜΑ, και φιλότεχνα Ν επίρρ. βλ. φιλότεχνος …   Dictionary of Greek

  • εμφιλοτεχνώ — ἐμφιλοτεχνῶ, ( έω) (Α) καταγίνομαι, ασχολούμαι φιλοτέχνως με κάτι …   Dictionary of Greek

  • πολυδάπανος — η, ο / πολυδάπανος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που απαιτεί πολλά έξοδα, που προξενεί μεγάλη δαπάνη (α. «πολυδάπανη επιχείρηση» β. «ὥστε οὔτε ἔρημός ποτε ἡ τράπεζα βρωτῶν γίγνεται... οὔτε πολυδάπανος», Ξεν.) 2. (για πρόσ.) σπάταλος, πολυέξοδος. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • φιλότεχνος — η, ο / φιλότεχνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που αγαπά την τέχνη και, ιδίως, τις καλές τέχνες (α. «πολλοί φιλότεχνοι επισκέφθηκαν την έκθεση ζωγραφικής» β. «οἱ κύκλοι τῶν φιλοτέχνων», Πλούτ.) 2. αυτός που κατασκευάζει ή επεξεργάζεται κάτι με επιμέλεια και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”